Ήταν
Δευτέρα, ήταν και Μάης, ήταν και το σκηνικό, στον δημοτικό κήπο, που είχα να
πάω από παιδί. Η νύχτα υποσχόταν, όπως ακριβώς και το χέρι που με τράβηξε εκεί.
Φωνές χαμηλές, πρόσωπα της Λευκωσίας, ένα θρόϊσμα (ή μήπως ήταν η συγκίνηση της
ψυχής;). Σιωπή κι ο λόγος του Οδυσσέα Ελύτη, να έρχεται σε μας, τελευταία
σειρά, πίσω-πίσω, όπως ορμήνεψε Εκείνη. Ο λόγος του ποιητή, λοιπόν,
αδιαμεσολάβητος, χωρίς σχόλια, χωρίς ερμηνείες, ακκισμούς και τοποθετήσεις. Με
νεύρο, πείσμα και αυθεντικότητα, ένας ομότεχνος του, ο Κώστας Ρεούσης, ανέγνωσε
“Τα Δημόσια και τα Ιδιωτικά”. Ένα δοκίμιο του Ελύτη, που παραμένει άγνωστο
στους πολλούς, σίγουρα μέχρι πρότινος στον υπογράφοντα, θαμένο κάτω από τον
καθωσπρεπισμό που μας επιβάλει η εκφορά τέτοιων ονομάτων και η εύκολη ανάκληση
των πιο γνωστών του έργων.
Όλα
αυτά τα σπείραμε και τα θερίσαμε σε μισή περίπου ώρα στο Φυτώριο Εικαστικής
Καλλιέργειας, το παλιό φυτώριο του δημοτικού κήπου, που παραμένει παραδόξως
terra incognita, σαν καρδιά αγαπημένου παππού στην παλιά Λευκωσία. Για το
κείμενο, ας μου επιτραπεί να συνταχθώ με αυτούς που θέλησαν μόνο την ανάγνωσή
του, δίχως θεωρητικές προσεγγίσεις ή ελλειματική προσοχή. Γιατί όπως αναφέρεται
και στο σύντομο σημείωμα της εκδήλωσης “το να “εξηγούμε” ή να “μεταφράζουμε” το
λόγο του Ποιητή είναι η συνήθεια που μας οδηγεί στη μίζερη εγκαθίδρυση της
απομάκρυνσης από το ανθρώπινο ή θεϊκό στοιχείο της ύπαρξης μας και συνέχειας
του είδους σε εξελιγμένη μορφή”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου