Κυριακή 31 Μαΐου 2015

Σεμεδάκια έξω




Πέμπτη βράδυ κι έχω αγγαρέψει την αδερφή μου να έρθει μαζί μου στο ΘΟΚ για να δούμε την παράσταση «Σταματία, το γένος Αργυροπούλου». Είναι κι αυτό μέσα στις μικρές παραχωρήσεις που σου κάνουν οι μικροτέροι για να αγοράσουν κάποιον μεγαλύτερο μπελά. Δικαίως θα αναρωτηθείτε: «Και τι μας νοιάζουν τα οικογενειακά σου δράματα, ρε Κυριάκου;». Σε τίποτα, και καλά κάνετε, απαντώ. Αλλά ο μονόλογος του Κώστα Σωτηρίου, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου και την Ελένη Ουζουνίδου στη σκηνή σας αφορούσε, από όπου κι αν το πιάσετε. Είδα τις θειάδες μου, τις γιαγιάδες, τις κυράτσες της γειτονιάς, την επαρχιώτικη και μεσοαστική Ελλάδα, τον απόηχο μιας γλώσσας, μιας κίνησης κι ενός τρόπου που χάνεται (ή που εγώ έχω χάσει). Μαζί και την άνοδο και την πτώση μιας γυναίκας, άβγαλτης, συντηρητικής και εύπιστης, καχύποπτης και αφελούς, καλόκαρδης κατά βάθος. Μια σπουδαία ευθεία αφήγηση για τη μοναξιά, τη ματαίωση και το πως ένας άνθρωπος μαραίνεται και λίγο σαλεύει, μαζί και μια αλληγορία για την Ελλάδα. Η παράσταση με φόντο μια συρραφή από σεμεδάκια, ως το par excellence σύμβολο που συμπυκνώνει σε μια εικόνα και μια λέξη όλα όσα οι συντελεστές θέλησαν να πουν. Ευγνωμοσύνη για το γέλιο και την παράδοξη γεύση στο τέλος.

Νικόλας Κυριάκου

ΥΓ Προσπάθησα να πείσω την αδερφή μου για τον «Αύγουστο», αλλά απέτυχα. Οικτρά.

Σάββατο 23 Μαΐου 2015

Έθιμα ταφής




Γεια σας! Σας έλειψα; Εμένα πάντως πολύ. Έχω λιώσει στη δουλειά και δεν προλαβαίνω να πάρω ανάσα. Το multitasking είναι υπερκτιμημένο, οι over-achievers κωλόπαιδα. Εμπιστευτείτε τρυφερά και ευαίσθητα αγόρια που μελετούν επισταμένως τις εισηγήσεις της bookpress. Κάποιον σαν εμένα δηλαδή. Που τα διαβάσματα μου αλλάζουν χώρες, εποχές, ύφος, φόρμα και αντικείμενο στο τσαφ. Και που με φέρνουν αντιμέτωπο με βιβλία σαν της Hannah Kent και τις ηρωίδες της με δυσπρόφερτα ονόματα όπως Agnes Magnúsdóttir. Και ακόμα πιο δύσκολα ψυχογραφήματα – ας πούμε κάτι σαν το αυστραλιανό ομόλογο του Παπαδιαμάντη. Ισλανδί 1800 κάτι. Η μελλοθάνατη Agnes, η Αγνή δηλαδή, καταδικάζεται σε θάνατο. Μέχρι τη διευθέτηση των διαδικαστικών, πρέπει να περάσει τον χρόνο που της απομένει στο αγρόκτημα των Jónsson. Εκεί επιστρέφει στις παιδικές της αναμνήσεις, στην ιστορία αγάπης που την έφερε ως εκεί και αποπειράται να διαλεχθεί με τα θεία με τη διαμεσολάβηση ενός νεαρού ιερέα με ευσεβείς πόθους, αλλά ανθρώπινες αντοχές. Το βιβλίο με τίτλο “Έθιμα ταφής” εκδόθηκε από τον Ίκαρο και κρύβει μικρά διαμάντια στα δύσβατα ισλανδικά μονοπάτια του.

Κυριακή 3 Μαΐου 2015

Τρίτο Στεφάνι (reloaded)




Θα σας συγχωρήσω τις ακυρώσεις. Τις κακοτεχνίες στο κτήριο. Τις κατά καιρούς αρπαχτές. Αφίενται οι αμαρτίες όλες. Χάριν της παράστασης αυτής. Ελέω θεατρικής μεταγραφής. Σκηνοθεσίας. Μουσικής και σκηνογραφίας. Και κυρίως εκτέλεσης. Το βιβλίο του Ταχτσή, εφηβικό ανάγνωσμα, ζωντάνεψε μπροστά μας, με αρχετυπική, σχεδόν βιβλική μορφή την Αννίτα Σαντοριναίου. Οικεία στις κινήσεις και στο παίξιμο, ένιωσα πολλές φορές να είμαι στον κόρφο γυναικών που με μεγάλωσαν. Οι ήχοι, τα λόγια, το στήσιμο των σωμάτων. Μικρή αποκάλυψη, με κινηματογραφικό τσαγανό ο Ανδρέας Τσέλεπος και χίλια μπράβο σε όσους αφιέρωσαν και αφιερώθηκαν στην παράσταση. Το νήμα της αφήγησης, της προσωπικής, της οικογενειακής, της πορείας της Ελλάδας κάπου πιο πίσω μας έδεσε με κόκκινο κλωστή για 4 ώρες. Συγκίνηση, χαρά, κομμένες ανάσες, μια-δυο ανατριχίλες ξεχασμένες. Μακάρι να το δουν όσο περισσότεροι γίνεται. Α, ναι και να μην το ξεχάσω. Στέλα Φυρογένη, I wanna be your dog.


[...] Κόκκινο




Συντέμνω, ποιητική αδεία, τον τίτλο και παραθέτω εν τάχει τους κύριους συντελεστές: μετάφραση Ανθής Ζαχαριάδου/ επί σκηνής Βαρνάβας Κυριαζής και ο Αντρέας Κούτσουμπας/ σκηνοθεσία Ανδρέας Αραούζος/ σκηνικά-κοστούμια Γιώργος Γιάννου. Αφορμή το ένα έτος λειτουργίας της Λεβέντειου Πινακοθήκης. Ένα πολύτιμο δώρο όλα: το κτήριο, το έργο, η παράσταση. Ο Κυριαζής με ένα βιογραφικό που ζαλίζει, μοιάζει σαν τον παλαιότερο πλανήτη του θεατρικού μας συστήματος, ικανός να ασκεί βαρύτητα σε όποιον κινείται γύρω του. Υποδύεται τον ζωγράφο Μαρκ Ρόθκο και είναι αυτάρκης, εγωκεντρικός, βαθύς, αντιφατικός και ακόμα 5 δωδεκάδες επίθετα ταυτόχρονα. Όσοι είχατε την ατυχία να γνωρίσετε κάποιον που ασχολείται με τη ζωγραφική, θα ξέρετε τι πάει να πει ψυχοχαράδρα. Το κείμενο έχει διαφορετικό ορίζοντα, ανάλογως της οπτικής σου: οι σχέσεις των πρωταγωνιστών, οι μοναχικές τους πορείες, το ζήτημα της τέχνης, η αλλοτρίωση από μία εκχυδαϊσμένη καθημερινότητα, τα αφόρητα κλισέ του κώδικα επικοινωνίας μας. Κάποιος έρχεται και ρίχνει  λίτρα από κόκκινο και μαύρο πάνω σου. Εσύ με ποιο θα επιλέξεις να λουστείς; 

Ο κηπουρός και ο καιροσκόπος




Η ανάγνωση είναι δύσκολο άθλημα. Αν θες να είσαι σωστός και με ανοικτές αισθήσεις και διαισθήσεις, θέλει προετοιμασία, γόνιμο έδαφος μέσα σου και κατάλληλες συνθήκες εκτός. Αν κάτι βγει λειψό, λειψή θα είναι και η εμπειρία. Ο Δημήτρης Φύσσας εξέδοσε με το Βιβλιοπωλείο της Εστίας το βιβλίο με τον πιο πάνω τίτλο και αφηγείται τις παράλληλες ιστορίες ενός μετεωρολόγο και ενός ερευνητή των λαχανόκηπων στην περίοδο της γερμανικής κατοχής και στις αρχές του εμφυλίου. Χωρίς διδακτισμούς και απόπειρα να διεκδικήσει την ανακατάληψη του ιστορικού περιεχομένου της περιόδου. Ο τρόπος γραφής αιφνιδιάζει, οι εναλλαγές είναι διαρκείς, οι περσόνες μιλούν παράλληλα, ο αναγνώστης πρέπει να είναι σε διαρκή συναγερμό. Διάβασα το βιβλίο με πολλή προσπάθεια κι έχω ακόμα ανάμεικτα συναισθήματα για την επένδυση αυτή. Αναζητείται δεύτερος αναγνώστης για να συγκρίνουμε εμπειρίες. Πληροφορίες στην υπεύθυνη ύλης.

Έλα να φιληθούμε




Ο τίτλος της ταινίας: Des gens qui s'embrassent, οι άνθρωποι που φιλιούνται. Εμένα ποσώς με ενδιαφέρει τι έκαναν οι άλλοι άνθρωποι στην ταινία. Η μόνη σκέψη ήταν πώς θα ήταν να φιλάς την πρωταγωνίστρια Lou de Laâge. Εκεί, να σταματάει το μυαλό σου από την ομορφιά. Τέλοσπαντων, από τα πολλά ωραία του σινεμά είναι κι αυτές οι φαντασιώσεις. Ο μαγικός κόσμος της μιάμιση ώρας που μπορείς να είσαι όποιος, όπου, όπως θέλεις. Φεύγοντας από το cine studio, όπου ο όμιλος φίλων κινηματογράφου δίνει συστηματικά τον καλό αγώνα εναντίον της κακογουστιάς και της βλακείας της κοινωνίας μας, σκέφτηκα ότι έχει καιρό να δω κάποιους στο δρόμο να φιλιούνται. Τι έχει πάθει ο κόσμος ρε αδέρφια; Ή μήπως κυκλοφορώ εγώ στα λάθος μέρη; Ίσως και να ‘ναι η ιδέα μου. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η ταινία έχει το κρυφό όπλο της Μόνικα Μπελούτσι, ρέει εύκολα, σου χαρίζει happy ending και εικόνες από το Σαν Τροπέ. Φεύγεις με αισιοδοξία και χαρά από το σινεμά. Καθόλου άσχημα για ένα βράδυ Κυριακής. Τι λες κι εσύ ma cherie;

Μεσοπάτωμα




Στρωτό και νευρώδες κείμενο. 4 πράξεις, 4 διαφορετικά σκηνικά. Δίπολα σχέσεων και στο ανάμεσο τους οι σιωπές, τα εννοούμενα και τα δύσκολα ρήματα. Η απόγνωση, το τέλμα, ο φόβος, ο δισταγμός, η απελπισία. Το συνολικό τους βάρος, που είναι πιο βαρύ από το άθροισμά τους. Όλοι εδώ είμαστε περαστικοί και γι’ αυτό είναι άγριο πράγμα η μοναξιά. Να μην το φέρει η μοίρα να διανύσεις την απόσταση μόνος, αδελφέ. Να μην βρεθείς με τη ζωή σου μοιρασμένη στο πριν και το μετά, στο παλιά και το τώρα, στην ανάμνηση και την προσδοκία. Μα είναι κι οι στραβοτιμονιές σου, οι μικρές δειλίες που εκρήγνυνται χρόνια μετά την απασφάλισή τους, οι σκιές του εγωισμού που μεγαλώνει τα σχήματα. Μεγάλη αποκάλυψη για μενα, ο Βαλεντίνος Κόκκινος, τον οποίο πρώτη φορά έβλεπα κι ανυπομονώ να τον ξαναδώ σε θεατρικό. Downside: το κακό timing της τέταρτης πράξης, καθώς μας πέτυχε το απορριματοφόρο και οι εξοδούχοι της ΕΛΔΥΚ. Το Μεσοπάτωμα είναι ένα θεατρικό έργο γραμμένο από τη Μελίνα Παπαγεωργίου, σε σκηνοθεσία Μαγδαλένας Ζήρα. Για πληροφορίες, το parathyro.com θα σας καθοδηγήσει αλάνθαστα.

AGORA




Δεν ήμουν έτοιμος για όλο αυτό. Κανείς δεν ήταν. Για 117 λεπτά το πρόσωπο της κρίσης στην Ελλάδα ήρθε και τρίφτηκε στα δικά μας. Πολίτες, άνεργοι, οικογενειάρχες, αξιωματούχοι, πολιτικοί, τραπεζίτες. Όλοι παίρνουν το χρόνο τους στο ντοκυμαντέρ του Γιώργου Αυγερόπουλου, που παραμένει πιστός στο δημοσιογραφικό του στυλ και το κινηματογραφικό του credo. Κι όλοι έχουν μια ιστορία να αφηγηθούν, ένα μύθο να τραφούν, ένα ψέμα να υπηρετήσουν – ανάλογα με τη σκοπιά του καθενός. Η πιο συγκλονιστική στιγμή για μενα ήταν η ανάγνωση μερικών αποσπασμάτων από τα τελευταία σημειώματα των αυτόχειρων. «Εύχομαι το αίμα μας μια μέρα να σας πνίξει», έγραψε ένας από αυτούς που έζησαν το συντριπτικό άδικο της κρίσης. Κι ένας άλλος: «Φεύγω τώρα, προτού αρχίζω να ψάχνω στα σκουπίδια για την τροφή μου». Σταματάει το μυαλό και η καρδιά του ανθρώπου, μπροστά στις εικόνες, τα λόγια, την απόγνωση. Αναρωτιέμαι τι θα δούμε όταν γυρισουμε ύστερα από χρόνια για να ξαναδούμε αυτή την εποχή. Για όσους δεν το πρόλαβαν, η σύσταση είναι αυτονόητη.

50 shades of grey – Selma: 100-2




Τρίτη βράδυ στο mall,  λες κι είμαστε σπυριάρηδες έφηβοι σε έξοδο, για να δούμε το Selma. Στο έμπα και στο έβγα της προβολής κάμποσος κόσμος, καμιά εκατοσταριά, ο μπροστινός μου στο ταμείο πλακωνόταν με την υπεύθυνη για τα εισιτήρια του για το 50 shades of grey. Στην αίθουσα μόνο οι δυο μας. Ώστε έτσι είναι οι ιδιωτικές προβολές! Η ταινία κρατάει καπώς περισσότερο από όσο θα έπρεπε, κάνει κοιλιά και σε μερικές στιγμές δυσανασχέτησα από το αργό ξεδίπωμα της πλοκής. Δεν είναι αγιογραφία, δεν είναι για ακτιβιστές, δεν είναι για να πας και να φύγεις με τη δικαίωση ότι για άλλη μια φορά τάχτηκες με τους καλούς. Πολύ ωραίο soundtrack, κάπως άνευρος για τα γούστα μου ο David Oyelowo, στιγμές ποιητικότητας και υποψηφιότητα για Όσκαρ. Η ταινία συνοδεύθηκε με μπύρα άμα το πέρας της, ώστε να αναλυθούν τα σώψυχα μου. Μια ζωή μπερδεμένος. Εναλλακτικά, μπορείτε να απολαύσετε σαδομαζό καταστάσεις, με τον διπλανό να μασουλά ποπκορν στ’ αυτί σας, ώστε να έχετε την ευκαιρία να κάνετε κρυόκωλα αστεία την επομένη στη δουλειά με τις συναδέλφισσες...

Να παντρευτεί κανείς ή να μην παντρευτεί;




Όταν το παρήγγειλα, ένιωθα σαν τον πρωταγωνιστή του τραγουδιού του Πανούση: “Μ’ αρέσει στα κρυφά κι ο Μητροπάνος”. Το βιβλιο του Ματθαίου Γιωσαφάτ φιγουράριζε στα ευπώλητα των μεγάλων βιβλιοπωλείων για εβδομάδες και έρχεται να προστεθεί στη μεγάλη σειρά βιβλίων αυτοβοήθειας και θεραπείας που κυκλοφορούν τα τελευταία χρόνια. Το βρίσκω ενδιαφέρον αυτό το μοτίβο προτιμήσεων: υποψιάζομαι ότι ο κόσμος ασχολείται περισσότερο με το μέσα του πια και νομίζω μόνο σε καλό μπορεί να βγει αυτό. Το διάβασα, λοιπόν, κι η αλήθεια είναι ότι έμαθα μερικά ενδιαφέροντα πράγματα για τους τύπους των σχέσεων που αναπτύσσουν οι άνθρωποι. Είχα και μια αίσθηση ότι μέσω της γραφής του συγγράφεα, έβλεπα απ’ την κλειδαρότρυπα τα υπνοδωμάτια της Ελλάδας. Αρρωστημένη περιέργεια, το παραδέχομαι. Το βιβλίο διαβάζεται γρήγορα και δεν σε κρατάει σε κάποιο σημείο για να να ξαποστάσεις. Στα αρνητικά του ότι αποτελεί μια όχι πολύ καλοδουλεμένη συρραφή ομιλιών και παρουσιάσεων. Με λιγη περισσότερη προσπάθεια, θα του έδινα κάτιτις παραπάνω από το δημοκρατικό 5. Α, και αποφάσισα ότι καλά έκανα και δεν παντρεύτηκα.

Relatos salvajes




Σκληρό και εύθραυστο πλάσμα ο άνθρωπος. Μπορεί να αντέξει τα πάντα, αλλά αρκεί μια στιγμή, ένα μικρό σπώξιμο, μια ασήμαντη αφορμή για να πυρπολήσει το σύμπαν γύρω του. Η ταινία του Νταμιαν Σιφρόν μιλάει για ακραία και βίαια ξεσπάσματα καθημερινών ανθρώπων, που ταπεινώθηκαν από τον παραλογισμό της γραφειοκρατίας και του κοινωνικού τους περίγυρου ή από μια κουτσουκέλα του συντρόφου τους. Η οργή τους είναι χωρίς όριο κι έρχεται να θρέψει το μέσα τους τραυματισμένο θηρίο, που ανασαίνει βαριά και έντονα. Κι αν όλα αυτά ακούγονται δύσκολα, βαριά και σκοτεινά, εντούτοις όλη η ομάδα (βλ. σκηνοθέτης, σεναριογράφος, παραγωγοί, ηθοποιοί κλπ) τα αποδίδει στο πανί με εξωφρενικά παράδοξο χιούμορ. Η ταινία είναι υποψήφια για το φετινό Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας και στο rottentomatoes.com παίρνει ένα αξιοπρεπέστατο και well-deserved 7,8/10. Το cine studio ήταν ασφυκτικά γεμάτο την περασμένη Κυριακή: δικαίωση για τον Όμιλο και τις επιλογές του. Άντε, μην τα διαλύσω όλα εδώ μέσα...

Ο αγνοούμενος




«Αν σκάσει απόψε μία βόμβα εδώ, τελείωσε το Κυπριακό», μου είπε ένας φίλος. Στεκόμασταν στην είσοδο του Σατιρικού Θεάτρου, αναμένοντας την έναρξη της παράστασης «Αγνοούμενος». Καμιά βόμβα δεν έσκασε, κανένας ακραίος δεν διαμαρτυρήθηκε. Αντίθετα, οι άνθρωποι του τουρκοκυπριακού δημοτικού θεάτρου μίλησαν επί σκηνής για την ιστορία του αγνοουμένου, ενός οποιουδήποτε αγνοουμένου, στην Κύπρο, στην Ευρώπη, στον κόσμο. Για τους απόντες, τους παρόντες, όσους πόνεσαν, όσους θάφτηκαν κάτω από τόνους μνήμης κι όσους τράφηκαν με ψίχουλα ελπίδας. Τα ζητήματα πολλά: η πάλη της μνήμης για κάθε γενιά, ο πόλεμος και οι αναπηρίες που σου αφήνει, το δίλημμα ανάμεσα στη λήθη και την αλήθεια, στην ανάγκη για να κλείσουν οι πληγές αλλά και στην επιστροφή σε ένα μακρινό, χαμένο παρελθόν. Όμορφο το σκηνοθετικό εύρημα  της αναφοράς σε μια σκηνή του Άμλετ, φιλότιμες οι παρουσίες όλων των ηθοποιών, βαθιά υπόκλιση στον κόσμο και τη συγκίνηση που μοιραστήκαμε εκείνο το βράδυ. Ίσως στο κοντινό μέλλον, η κανονικότητα να είναι όχι το να σφαζόμαστε και να πετάμε ο ένας τον άλλο στα πηγάδια, αλλά να πηγαίνουμε μαζί τα βράδια στο θέατρο.

Θεραπευτήριο μελαγχολίας


Τράβηξα τη φωτογραφία πριν από δύο περίπου χρόνια – ένα ζεστό απόβραδο. Aπ’ αυτά που μόνο η Λευκωσία έχει.
Το Θεραπευτήριο Μελαγχολίας βρίσκεται πίσω από την αρχιεπισκοπή, φυτεμένο παράταιρα ανάμεσα στο Θεό, κάτι παλιά ξυλουργεία και τις ξεπεσμένες πουτάνες της παλιάς πόλης. Μου διαφεύγει η οδός, αλλά πρέπει να είναι στην Τεμπών ή στην Τρίτωνος. Λίγο παραπέρα, στην Κομνηνού, είναι ένα το πιο αγαπημένο μου πέρασμα-αψίδα που οδηγεί στο Παγκύπριο.
Για χρόνια, τα βήματα μου με έπαιρναν σε εκείνες τις γειτονιές. Άλλοτε ένα παρκάρισμα απελπισίας, άλλοτε μια άσκοπη βόλτα και άλλες φορές λόγοι που δεν μπορω τώρα να θυμηθώ. Θυμάμαι όμως ότι, με το που παίρνω τη στροφή, κι αντικρίζω την επιγραφή, εκλπήττομαι πάντα.
Αγνοώ το λόγο δημιουργίας του χώρου. Δεν είμαι καν βέβαιος αν είναι ακόμα εκεί. Αν δεν παρασύρθηκε, δηλαδή, από το νέο trend της δημιουργίας εστιατορίων και μπαρ στην πόλη, που πάνε να μοιάσουν με κάτι, αλλά παραμένουν απροσδιόριστα, χωρίς ταυτότητα, χωρίς ρίζα και μάλλον χωρίς μέλλον. Χυδαίες απολήξεις ενός wannabe νεοπλουτισμού.
Μ’ αρέσει όμως να φτιάχνω εικασίες για το μέρος. Μόνο που λέω να μην τις παραδώσω στην πεπερασμένη φύση του χαρτιού. Αν τύχει κάποιο βράδυ να περάσετε απο εκεί, αποθέστε κι εσείς τη δικιά σας στη λήθη της στιβαγμένης σκόνης.
Εκεί ανάμεσα στα εγκαταλειμένα κτήρια της δεκαετίας του ’70, τα διατηρητέα της αρχής του 20ου αιώνα και τα πρόστυχα λαμπιόνια ενός αναδυόμενου κόσμου, ο παλιός κόσμος παρασύρεται από το σάρωθρο μιας κακώς νοούμενης ανανέωσης και ανάπτυξης. Στον τόπο μας, τα εγκλήματα αισθητικής τελούνται από περίεργους τύπους που ονομάζονται developer και τιμώνται στα εκατομμύρια των μπάτζετ τους. Τα μικρά ποιητικά θαύματα, όμως, φτιάχνονται από ταμπέλες φτηνής λαμαρίνας και το πολύ δύο λέξεις: «Θεραπευτήριο μελαγχολίας».

Birds of a feather


Ήταν μια νύχτα με απίστευτη υγρασία στη Λεμεσό, την περασμένη Δευτέρα. Μπήκαμε στο χώρο του «Θέατρο Ένα» στη δημοτική αγορά, που αποδείχθηκε μικρή για να χωρέσει τον κόσμο που ήρθε και ανεπαρκής ως προς τον κλιματισμό της. Ας είναι όμως, αφού το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ Birds of a feather, που προβλήθηκε στα πλαίσια του 7ου διεθνούς φεστιβάλ ντοκιμαντέρ της Λεμεσού, κράτησε την προσοχή μας για τα 40 λεπτά που διήρκεσε. Ψάχνοντας το νόημα του τίτλου, βρήκα μια πειστική εξήγηση της έκφρασης που σημαίνει μια ανεπίσημη συνάντηση για να μιλήσεις επί παντός επιστητού. Πρόσωπα με γνώριμα χαρακτηριστικά, άνθρωποι του τόπου μας που δεν ξέρεις αν είναι Έλληνες ή Τούρκοι μέχρι να ανοίξουν το στόμα τους, περνούν από την οθόνη, με φόντο γνώριμες γειτονιές. Κι αφού το ανοίξουν, ξεκινά η συζήτηση, όχι επί παντός επιστητού, αλλά επί ενός πολύ συγκεκριμένου θέματος: της αντίληψης του καθενός μας και της εθνοτικής μας κοινότητας για τη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου, με μια ξεχωριστή ματιά στο θέμα των αγνοουμένων. Οι ιστορίες που ακούς μοιάζουν με κάτι που είχες ακούσει κάπου, από κάποιον, παλιά. Το ίδιο και η προσέγγιση των ανθρώπων που βίωσαν με τον πιο σκληρό τρόπο το βάδισμα της ιστορίας (να ξανά η λέξη, με μια άλλη έννοια) στον τόπο. Ήταν το ’55, το ‘63, το ’74 χρονιές που η μοίρα μας αποκάλυψε το πρόσωπο της; Μήπως υπήρχε κάτι που θα μπορούσαν οι άνθρωποι της εποχής να κάνουν για να αλλάξουν την πορεία των γεγονότων; Ποιος δεν αναμετρήθηκε με τέτοιες σκέψεις κάποια στιγμή; Όσα εξιστορούν οι πρωταγωνιστές, απλοί άνθρωποι που βρέθηκαν με ένα όπλο είτε στο χέρι είτε στο κεφάλι, άνθρωποι που κουβάλησαν για μια ζωή το άχθος του θύματος και του κυνηγημένου, είναι υλικά για τη δημιουργία και την αναζήτηση της αλήθειας. Που πολλές φορές, αποδεικνύεται ότι δεν είναι μια, αλλά πολλές. Τι έγινε στην Αλόη, τη Μαράθα, το Σανταλάρη και την Τόχνη; Γιατί ο Πάλμας έμεινε θαμένος ως άγνωστος νεκρός στη Λακατάμια για σχεδό 3 δεκαετίες; Ποιος μας χρωστάει απαντήσεις; Ποιος τζόγαρε με τον πόνο των ανθρώπων; Έφυγα από την αίθουσα με πιο πολλές ερωτήσεις και αβεβαιότητες από όσες είχα μπαίνοντας. Μια δυσαρμονία με χτύπησε στο πρόσωπο ανάμεσα στη διαχείριση του πόνου που προκαλεί το να έρχεσαι κατάφατσα με 60 χρόνια ιστορίας και στην κενότητα του επαναληπτικού beat από τα μπαρ της περιοχής.
Κρατάω όμως κάτι. Δύο συγκινητικές στιγμές: η από αέρος εικόνα της Λευκωσίας, που με έκανε να θυμηθώ ότι σε αυτόν το κύκλο με τα τόξα των προμαχώνων, έχω χωρέσει το μεγαλύτερο χρόνο της ζωής μου.
Μα πάνω από όλα, η στιγμή που ο Σπύρος κοιτάει από κάποιο ύψος το νεκροταφείο της Γιαλούσας...

Τα δημόσια και τα ιδιωτικά




Ήταν Δευτέρα, ήταν και Μάης, ήταν και το σκηνικό, στον δημοτικό κήπο, που είχα να πάω από παιδί. Η νύχτα υποσχόταν, όπως ακριβώς και το χέρι που με τράβηξε εκεί. Φωνές χαμηλές, πρόσωπα της Λευκωσίας, ένα θρόϊσμα (ή μήπως ήταν η συγκίνηση της ψυχής;). Σιωπή κι ο λόγος του Οδυσσέα Ελύτη, να έρχεται σε μας, τελευταία σειρά, πίσω-πίσω, όπως ορμήνεψε Εκείνη. Ο λόγος του ποιητή, λοιπόν, αδιαμεσολάβητος, χωρίς σχόλια, χωρίς ερμηνείες, ακκισμούς και τοποθετήσεις. Με νεύρο, πείσμα και αυθεντικότητα, ένας ομότεχνος του, ο Κώστας Ρεούσης, ανέγνωσε “Τα Δημόσια και τα Ιδιωτικά”. Ένα δοκίμιο του Ελύτη, που παραμένει άγνωστο στους πολλούς, σίγουρα μέχρι πρότινος στον υπογράφοντα, θαμένο κάτω από τον καθωσπρεπισμό που μας επιβάλει η εκφορά τέτοιων ονομάτων και η εύκολη ανάκληση των πιο γνωστών του έργων.
Όλα αυτά τα σπείραμε και τα θερίσαμε σε μισή περίπου ώρα στο Φυτώριο Εικαστικής Καλλιέργειας, το παλιό φυτώριο του δημοτικού κήπου, που παραμένει παραδόξως terra incognita, σαν καρδιά αγαπημένου παππού στην παλιά Λευκωσία. Για το κείμενο, ας μου επιτραπεί να συνταχθώ με αυτούς που θέλησαν μόνο την ανάγνωσή του, δίχως θεωρητικές προσεγγίσεις ή ελλειματική προσοχή. Γιατί όπως αναφέρεται και στο σύντομο σημείωμα της εκδήλωσης “το να “εξηγούμε” ή να “μεταφράζουμε” το λόγο του Ποιητή είναι η συνήθεια που μας οδηγεί στη μίζερη εγκαθίδρυση της απομάκρυνσης από το ανθρώπινο ή θεϊκό στοιχείο της ύπαρξης μας και συνέχειας του είδους σε εξελιγμένη μορφή”.


Η νύχτα του φωτός




Θα μπορούσε να ήταν μια τραγουδίστρια σε ένα υπόγειο τζαζ μπαρ της Νέας Υόρκης, σε ένα κλαμπ του Βερολίνου ανάμεσα σε καπνούς και κόκκινα φώτα, μια εμβληματική φιγούρα της μπελ επόκ, ίσως πάλι να κάθεται δίπλα σε όλους τους ρεμπέτες του ντουνιά. Δεν της λείπει τίποτα. Κουβαλάει ένα κυτταρικό χαρακτηριστικό από τη Μέρλιν Μονρόε με τα ξανθά της μαλλιά, μια θεατρικότητα και μια αλάνθαστη εσωτερική αίσθηση του τραγουδιού - λυπάμαι που δεν αντάμωσαν οι στράτες της με τον Χατζηδάκι. Η φωνή της αντηχούσε στο χώρο, το μικρόφωνο ήταν, μεταξύ μας, περιττό. Άλλοτε με ένα βλέμμα αθωότητας, άλλοτε με μια πλημμυρίδα ερωτισμού, εκείνο το σπάσιμο της μέσης, χυμώδης και επιβλητική, με τους φθόγγους της να εκφέρονται υποβλητικά, σχεδόν υπνωτιστικά. Είναι όλα αυτά μαζί αλλά και τίποτα. Όσοι νομίζουν ότι πάλλεται στη συγγχορδία του πόνου, δεν κατάλαβαν τίποτα. Μην προσθέσετε τίποτα: αυθεντική.
            Μοιάζει με την κοπέλα που συναντάς τυχαία σε μια κοινή παρέα και επιστρέφεις στο σπίτι ζαλισμένος, με το κεφάλι σου να μην έχει τίποτα άλλο μέσα, έξω από το λευκό του ματιού της, το φως που εκπέμπει, το μέταλλο της φωνής της, το σχήμα του κορμιού της. Ωρες-ώρες νόμιζα την οσμή της την ήξερα από πάντα, κι ας ήμουν λίγο πιο πέρα από τη σκηνή. Τραγούδησε ερωτικά, ανεβαστικά, σε 9/8, δικά της και ξένα, έπαιξε με τον κόσμο, δέχθηκε κάθε εκδήλωση, καθήλωσε όσους ήξεραν τα λόγια του Ευαγγελάτου, τρύπησε τις καρδιές όσων έχουν σιγοτραγουδήσει ένα σκοπό του Καραμουρατίδη.
Η Νατάσσα Μποφίλιου εμφανίστηκε στην Αυλαία στις 15 Μαϊου – και φώναξε χαρούμενα και δυνατά στα κρυμμένα μυστικά, στους φόβους, τους ματαιωμένους έρωτες, στην ελπίδα και την ανά(σ)ταση, Αναστασία γαρ, ότι αυτή, ναι, μπορεί να είναι μια συναρπάστική άνοιξη-αρκεί να το θελήσουμε. Νατάσσα, σ’ αγαπώ. Για πάντα.

ΥΓ Για το αθάνατο κυπριακό κοινό, τι να πω πια; Εύχομαι ο Θεός να σας κόβει μέρες και να μας δίνει παραστάσεις.

Ιλιάδα




Το έπος. Σήμερα, όμως. Σπουδαία σκηνικά, εκπληκτική κίνηση. Σκηνοθετικά ευρήματα που σε αιφνιδίαζαν (Ένα χέρι να σε χαϊδεύει με τ’ ακροδάκτυλα). Ηθοποιοί που σήκωσαν το βάρος του ρόλου τους κι η δουλειά της πρόβας να φαίνεται, αλλά να μην κραυγάζει, μήτε να επιβάλλεται στο θεατή. Τρεις και πλέον ώρες μας παίδεψε η Ιλιάδα την περασμένη Κυριακή στο δημοτικό θέατρο Στροβόλου. Παίδεψε και τον Δ. Ν. Μαρωνίτη στη μετάφραση. Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός. Μια παράσταση που κουβάλησε κάτι για τον κάθενα μας.  Διαρκείς εξερευνήσεις του ψυχισμού των ηρώων, η εξιστόρηση μιας συγκλονιστικής ιστορίας, ο σύγχρονος τρόπος ομιλίας για ζητήματα διαχρονικά, η μοίρα, ο ηρωισμός, ο εμφύλιος, ποιητικές εικόνες. Προσωπική προτίμηση στον Δία και στον Αχιλλέα. Μελανές στιγμές: οι αποχωρήσεις την ώρα του έργου. Για όσους δεν άντεξαν, στον ίδιο χώρο σύντομα Μάρκος Σεφερλής. (Στο τέλος, ένα φιλί στο λαιμό. Η μυρωδιά της ήταν μαζί μου όλο το βράδυ).  

Ποιο σώμα;




Τετάρτη βράδυ στις αποθήκες του ΘΟΚ (βάλτε και καμιά πινακίδα), Μαρίνα Μανδρή, Νάγια Αναστασιάδου, Έλενα Παπαδοπούλου, Γιώργος Αναγιωτός αναζητούν, ανακαλύπτουν, απορρίπτουν και αποδέχονται ψυχές και σώματα, ξένους μέσα στο σώμα μας, οικείους έξω από αυτούς. Δεν επιτρέπεται η είσοδος σε άτομα κάτω των 15 κι αναρωτιέμαι γιατί: το έργο είναι ένα χέρι που μπορεί να βαστάξει μια εύθραυστη ψυχή, ένα αμήχανο σώμα, κάποιον που βρέθηκε στο λάθος σώμα, χωρίς να το διαλέξει. Σκηνικά, μουσική, σκηνοθεσία υποδέχονται με ευαισθησία τους ψίθυρους του κειμένου, η Μαρίνα Μανδρή χτυπάει ρέστα στη σκηνή, αλλά δεν βρίσκει ανταπόκριση από τους συναδέλφους της που υποκύπτουν συχνά στο μανιερισμό. Κρίμα. Το έργο βασίζεται σε σημειώσεις ενός ατόμου που “πάσχει από δυσφορία φύλου”, όπως μας πληροφορεί η περίληψη που βρίσκει κανείς στην ιστοσελίδα του ΘΟΚ. Πέρα από την επιστημονική ορθότητα του όρου, διαφωνώ πολιτικά με τη χρήση του. Ταπεινή εισήγηση να αλλάξει σε “έμφυλη διαφοροποίηση”. Το θέατρο είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να γράφονται τέτοια πράγματα “ελαφρά τη καρδία”.

Αστερισμοί




Προς Δ.Σ. ΘΟΚ, διευθυντές, παραδιευθυντές, χορηγούς, υπεύθυνους, αρμόδιους: μαζευτείτε, βάλτε τις κεφάλες σας να δουλέψουν μαζί, βγάλτε ένα φύλλο χαρτί και κάντε ένα ισόβιο συμβόλαιο στη Στέλλα Φυρογένη. Αν θέλετε δικηγόρο για τα νομικά, εδώ, εγώ, ο άνθρωπός σας! Μέσα Οκτωβρίου κι είμαστε στη σκηνή όπου πέρυσι το έργο “Ρωμαίος και Ιουλιέττα” μας είχε αιφνιδιάσει σαν κεραυνοβόλος έρωτας (Γεια σου, Μαρίνα Αργυρίδου!). Κι εκεί, αστροφυσικοί, παράλληλα σύμπαντα, μια ολάκερη οικουμένη πιθανοτήτων κι εκδοχών, η παιδική χαρά για όσους έχουν αμφιβολίες και κολυμπάνε σε μια θάλασσα από “αν”. Έφυγα σκεφτόμενος πόσο ριζικά διαφορετική θα ήταν η ζωή μου αν κάθε στιγμή έκανα μια διαφορετική επιλογή, αν φιλούσα εκείνο το βράδυ τη Μαρία στη Θεσσαλονίκη, αν δεν ερχόταν η Χριστίνα στο φοιτητικό μας πάρτι, αν παρατούσα τη δουλειά μου, αν δεν είχα αφεθεί στην οργή έναν σκοτεινό Δεκέμβρη. Μα η ζωή βιώνεται μια φορά κι έξω. Τα “αν”, τα “ίσως” και τα ενδεχόμενα είναι για όσους φοβούνται να βγουν εκεί όξω.

Το Παρίσι εν καιρώ ειρήνης




Σκίστε τη σελίδα εδώ και με το απόκομμα ανά χείρας πηγαίνετε στο πλησιέστερο βιβλιοπωλείο για να το αγοράσετε. Συγγραφέας: Gilles Martin-Chauffier. Εκδόσεις Πόλις. Νουάρ μυθιστόρημα. Μια γάτα στο εξώφυλλο. Τριακόσιες πενήντα κάτι σελίδες που διαβάζονται απνευστί. Παρίσι του σήμερα, ένας αστυνομικός με την πιο σαρκαστική και συνάμα σοφή αίσθηση του χιούμορ («Μόνο οι ανόητοι που δεν καταλαβαίνουν τίποτα θέλουν να εξηγούν τα πάντα» ή «Τους ξέρω τους αποτυχημένους, σε πετυχαίνουν πάντα»), μια πλανεύτρα Γαλλίδα, μία υποβόσκουσα σύγκρουση ανάμεσα στους μουσουλμάνους και τους εβραίους, οι εμμονές της Δεξιάς και της Αριστεράς με το μεταναστευτικό και τον χαρακτήρα της Γαλλίας, μία απαγωγή και πολλά, μα πάρα πολλά, φράγκα. Θα ήταν ένας έξοχος κωλοπαιδισμός εκ μέρους μου να περισσότερα και να προδώσω περισσότερα. Είμαι απο σπίτι και δεν κάνω τέτοια. Σπουδαία ροή, προσγείωση στην πραγματικότητα της γαλλικής κοινωνίας, λεπτομερές σκάλισμα χαρακτήρων. Όταν το τελειώσετε, στείλτε μου μήνυμα στο kyriakounikolas@hotmail.com για να μου πείτε merci beaucoup, petit Nicolas.



Bella Addormentata



Αληθινή ιστορία: η Ελουάνα Ενγκλάρο ήταν σε κωματώδη κατάσταση επί 17 ολόκληρα χρόνια και οι γονείς της οποίας ζητούσαν επίμονα να υποβληθεί σε ευθανασία. Η υπόθεση ταράζει τις γειτονιές, τις οικογένειες, τον κοινωνικό ιστό και τον πολιτικό βίο της Ιταλίας. Είσαι υπερ ή κατά; Ποιος πρέπει να αποφασίζει; Πότε και για ποιους λόγους; Ποια είναι η αρχή και το κριτήριο για το θέμα αυτό; Τα ανθρώπινα δικαιώματα ή ο Θεός; Το διαρκές ζητούμενο: Ζωή και θάνατος με αξιοπρέπεια. Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για τον καθένα. Μπήκα στην αίθουσα προβολής με πολλές βεβαιότητες και στέρεες ιδέες για τα ερωτήματα. Βγήκα προβληματισμένος και αβέβαιος. Μαζί με το εισιτήριο μου, τις πέταξα και αυτές στα σκουπίδια. Τα πράγματα πρέπει κανείς να τα σκέφτεται απ’ την αρχή. Ξανά και ξανά. ΥΓ: Τιμή και δόξα στον Όμιλο Φίλων Κινηματογράφου, που μέσα στην κινηματογραφική έρημο της μικρής μας Δημοκρατίας, επιμένει στο καλό σινεμά.