Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

Διάφανα



1995 ή ‘96. Μάλλον ’96. Δευτέρα ή τρίτη Λυκείου. Μάλλον τρίτη (θυμάμαι τους πίνακες με τις κλίσεις των ρημάτων στα  λατινικά). Μελέτη μέχρι αργά το βράδυ, το ραδιόφωνο σταθερά συντονισμένο στον Άστρα. Ένας απίθανος τύπος, ονόματι Πανάγιος, έπαιζε τις καλύτερες μουσικές της εποχής εκείνης. Ο κόσμος του ελληνικού ροκ φανερωνόταν. Κασέτες (επαναλαμβάνω, κασέτες!) για να γράφω τις εκπομπές. Μετά, rewind, stop, play. Ξανά και ξανά. Ένα σύμπαν γεννιόταν. Ήταν οι καιροί. Κι ήταν και η εποχή. Κι η ηλικία. Η μελαγχολία, τα αδιέξοδα, οι αγωνίες κι οι θυμοί. Νομίζω ότι εκεί τους άκουσα για πρώτη φορά. Αλλά ξέρεις πώς είναι η μνήμη: σε κάθε επιστροφή χτίζει, αφαιρεί, θολώνει, ζουμάρει. Στο τέλος, μένει μόνο η αίσθηση των πραγμάτων. Έπειτα το cd (επαναλαμβάνω, cd!) τους βρέθηκε στα χέρια μου. Ήταν σαν να αποκτούσε ένας άνθρωπος τον εθνικό του ύμνο. Repeat στο τραγούδι. Σκέψεις, χάσιμο, ματαίωση. Η μουσική και οι στίχοι από τα τραγούδια των Διάφανων Κρίνων και η φωνή του Ανεστόπουλου ήταν ένα νεύμα, μία κίνηση, μια σιωπηρή συναίνεση. Ήταν σαν να σου έλεγε κάποιος ότι μπορούσες να ανοίξεις τελικά εκείνη την πόρτα του σκοτεινού δωματίου. Ότι ήταν αποδεκτό να βυθίζεσαι. Ότι είχε συμβεί και σε άλλους. Ότι είχες την ελευθερία και το δικαίωμα. Ύστερα, ακολούθησαν οι Παρασκευές στο Εναλλάξ, γραμμένες κασέτες και ανταλλαγή cd, μεταπτώσεις από χαρές σε λύπες σαν τρενάκι που ανεβοκατεβαίνει, πολλές από αυτές αδικαιολόγητες και χαζές, κουβέντες που δεν τελείωσαν ποτέ. Κάποιος πάτησε το fast forward, κάποιος άλλος άρχιζε να βάζει περισσότερα κεριά στις τούρτες, και κάποιοι άλλοι εμφανίζονταν σε αεροπλάνα, σε ταξίδια, με κιθάρες, με σιωπές, σε συναυλίες, με φιλιά, σε αποχωρισμούς, σε δουλειές. Η μνήμη άρχισε τα παιχνίδια της, τα λάθη και οι παραλείψεις μοιράστηκαν (ένα δικό σου, μία δική μου ή ανάποδα), τα cd ξεχάστηκαν, οι κασέτες είναι φυλαγμένες σε ένα συρτάρι στο πατρικό μου, καμιά φορά τις κοιτάω, μαζί με τα γράμματα, μαθαίνω για σένα, ξέρω για τους άλλους, μα δεν θέλω να πω τίποτα, γιατί θυμάμαι την παλιά πόρτα και το σκοτάδι μου πέφτει βαρύ και παράταιρο σε σχέση με αυτό που ζω σήμερα. Αυτό μάλλον πάει να πει να μεγαλώνεις και να συνηθίζεις να χάνεις πράγματα. Με τα χρόνια έγινε η απώλεια συνήθεια μαςτώρα που κοιτάω πίσω, διαβάζω τα πράγματα πιο διάφανα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου